κουκουνάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουκουνάρι | τα | κουκουνάρια |
γενική | του | κουκουναριού | των | κουκουναριών |
αιτιατική | το | κουκουνάρι | τα | κουκουνάρια |
κλητική | κουκουνάρι | κουκουνάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουκουνάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουκουνάρι[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.kuˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κου‐νά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουκουνάρι ουδέτερο
- ο άσπρος σπόρος που βρίσκεται μέσα στην κουκουνάρα
- η κουκουνάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κουκουνάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουκουνάρι < κουκουνάριον[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.kuˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κου‐νά‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κουκουνάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας