Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kozɑˈɫɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ko‐za‐lak

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kozalak (tr)

  1. η κουκουνάρα, ο καρπός του πεύκου