κουκουναρόσπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουκουναρόσπορος < κουκουνάρι + -ο- + σπόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουκουναρόσπορος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουκουναρόσπορος
|
κουκουναρόσπορος αρσενικό
|