• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πεύκος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεύκος οι πεύκοι
      γενική του πεύκου των πεύκων
    αιτιατική τον πεύκο τους πεύκους
     κλητική πεύκε πεύκοι
Επίσης ουδέτερο, το πεύκο.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεύκος < πεύκ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -ος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεύκος αρσενικό

  • (λογοτεχνικό) το πεύκο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πεύκος
  • αγγλικά : pine (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πεύκος&oldid=5505020"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:56

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 16:56.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας