πεύκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεύκος | οι | πεύκοι |
γενική | του | πεύκου | των | πεύκων |
αιτιατική | τον | πεύκο | τους | πεύκους |
κλητική | πεύκε | πεύκοι | ||
Επίσης ουδέτερο, το πεύκο. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεύκος αρσενικό
- (λογοτεχνικό) το πεύκο