Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
premise premises

  Ουσιαστικό επεξεργασία

premise (en) (επίσημο)

  • η πρόθεση
    a few words about the premise of the work - λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη plot

  Πηγές επεξεργασία