ενικός         πληθυντικός  
premise premises

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

premise (en) (επίσημο)

  1. η πρόθεση
    ⮡  a few words about the premise of the work - λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη plot
  2. → δείτε τη λέξη premises