schema
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
schema | schemata / schemas |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαschema (en)
- σχήμα
- διάγραμμα
- (βάσεις δεδομένων) το σχήμα μιάς σχέσης (πίνακας) σε ένα σχεσιακό μοντέλο
- (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) επίσημη περιγραφή για δεδομένα, τύπους δεδομένων (data types) και δομές αρχείων δεδομένων
- υπώνυμα: XML schema
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- schema στην αγγλική Βικιπαίδεια