ενικός         πληθυντικός  
protocol protocols

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

protocol (en)

  1. πρωτόκολλο
  2. (πληροφορική) πρωτόκολλο (για την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών σε ένα δίκτυο)
  3. (διαδίκτυο) σχήμα, το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή τον τρόπο πρόσβασης (πχ. file)
    υπώνυμα: http, ftp, telnet, file

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • (δίκτυο υπολογιστών) Real-time Transport Protocol (RTP)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • protocol στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια