πρωτόκολλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτόκολλον: μεσαιωνική ή όψιμη ελληνιστική κοινή < πρωτό- + αρχαία ελληνική κολλάω / κολλ(ῶ) + -ον → δείτε και τη λέξη κόλλημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτόκολλον, -ου ουδέτερο
- (νομικός όρος) το πρώτο φύλλο κυλινδρικού παπύρου, κολλημένο, περιτυλιγμένο γύρω γύρω, ώστε να συμπληρωθούν ονόματα, σφραγίδα και ημερομηνία για την πιστοποίηση αυθεντικότητας
- ⌘ Νεαραί, 276,25.33 (και αλλού), στο Corpus Iuris Civilis III: Novellae
Απόγονοι
επεξεργασίαπρωτόκολλον (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ⇘ καθαρεύουσα πρωτόκολλον ⇘ νέα ελληνικά: πρωτόκολλο
- ↴ υστερολατινικά: protocollum
- → μεσαιωνικά λατινικά: protocollum
- → μέση γαλλική: protocole / protocolle
- → ιταλικά: protocollo
- → ισπανικά: protocolo
- → μεσαιωνικά λατινικά: protocollum
Πηγές
επεξεργασία- πρωτόκολλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πρωτόκολλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ελνστ πρωτόκολλον - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πρωτόκολλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας