λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρωτόκολλον τὰ πρωτόκολλα
      γενική τοῦ πρωτοκόλλου τῶν πρωτοκόλλων
      δοτική τῷ πρωτοκόλλ τοῖς πρωτοκόλλοις
    αιτιατική τὸ πρωτόκολλον τὰ πρωτόκολλα
     κλητική ! πρωτόκολλον πρωτόκολλα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτόκολλον: μεσαιωνική ή όψιμη ελληνιστική κοινή < πρωτό- + αρχαία ελληνική κολλάω / κολλ(ῶ) + -ον → δείτε και τη λέξη κόλλημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτόκολλον, -ου ουδέτερο

  • (νομικός όρος) το πρώτο φύλλο κυλινδρικού παπύρου, κολλημένο, περιτυλιγμένο γύρω γύρω, ώστε να συμπληρωθούν ονόματα, σφραγίδα και ημερομηνία για την πιστοποίηση αυθεντικότητας
    Νεαραί, 276,25.33 (και αλλού), στο Corpus Iuris Civilis III: Novellae

Απόγονοι

επεξεργασία

πρωτόκολλον (μεσαιωνικά ελληνικά)

καθαρεύουσα πρωτόκολλον νέα ελληνικά: πρωτόκολλο
υστερολατινικά: protocollum
μεσαιωνικά λατινικά: protocollum
μέση γαλλική: protocole / protocolle
αγγλικά: protocol
γαλλικά: protocole
οθωμανικά τουρκικά: پروتوقول (protokol)
τουρκικά: protokol
ιταλικά: protocollo
ισπανικά: protocolo