κρουστοϋφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακρουστοϋφαίνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρουστοϋφαίνω | κρουστοΰφαινα | θα κρουστοϋφαίνω | να κρουστοϋφαίνω | κρουστοϋφαίνοντας | |
β' ενικ. | κρουστοϋφαίνεις | κρουστοΰφαινες | θα κρουστοϋφαίνεις | να κρουστοϋφαίνεις | κρουστοΰφαινε | |
γ' ενικ. | κρουστοϋφαίνει | κρουστοΰφαινε | θα κρουστοϋφαίνει | να κρουστοϋφαίνει | ||
α' πληθ. | κρουστοϋφαίνουμε | κρουστοϋφαίναμε | θα κρουστοϋφαίνουμε | να κρουστοϋφαίνουμε | ||
β' πληθ. | κρουστοϋφαίνετε | κρουστοϋφαίνατε | θα κρουστοϋφαίνετε | να κρουστοϋφαίνετε | κρουστοϋφαίνετε | |
γ' πληθ. | κρουστοϋφαίνουν(ε) | κρουστοΰφαιναν κρουστοϋφαίναν(ε) |
θα κρουστοϋφαίνουν(ε) | να κρουστοϋφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρουστοΰφανα | θα κρουστοϋφάνω | να κρουστοϋφάνω | κρουστοϋφάνει | ||
β' ενικ. | κρουστοΰφανες | θα κρουστοϋφάνεις | να κρουστοϋφάνεις | κρουστοΰφανε | ||
γ' ενικ. | κρουστοΰφανε | θα κρουστοϋφάνει | να κρουστοϋφάνει | |||
α' πληθ. | κρουστοϋφάναμε | θα κρουστοϋφάνουμε | να κρουστοϋφάνουμε | |||
β' πληθ. | κρουστοϋφάνατε | θα κρουστοϋφάνετε | να κρουστοϋφάνετε | κρουστοϋφάνετε | ||
γ' πληθ. | κρουστοΰφαναν κρουστοϋφάναν(ε) |
θα κρουστοϋφάνουν(ε) | να κρουστοϋφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρουστοϋφάνει | είχα κρουστοϋφάνει | θα έχω κρουστοϋφάνει | να έχω κρουστοϋφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κρουστοϋφάνει | είχες κρουστοϋφάνει | θα έχεις κρουστοϋφάνει | να έχεις κρουστοϋφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει κρουστοϋφάνει | είχε κρουστοϋφάνει | θα έχει κρουστοϋφάνει | να έχει κρουστοϋφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρουστοϋφάνει | είχαμε κρουστοϋφάνει | θα έχουμε κρουστοϋφάνει | να έχουμε κρουστοϋφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κρουστοϋφάνει | είχατε κρουστοϋφάνει | θα έχετε κρουστοϋφάνει | να έχετε κρουστοϋφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρουστοϋφάνει | είχαν κρουστοϋφάνει | θα έχουν κρουστοϋφάνει | να έχουν κρουστοϋφάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρουστοϋφαίνω
|