υφαντουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υφαντουργός < υφαντ(ός) + -ουργός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυφαντουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο παραγωγός υφασμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία υφαντουργός
|