κλωστοϋφαντουργείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλωστοϋφαντουργείο < κλωστοϋφαντουργός + -είο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /klostoifanduɾˈʝio/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλω‐στο‐ϋ‐φα‐ντουρ‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλωστοϋφαντουργείο ουδέτερο