Ουσιαστικό

επεξεργασία

textile (en)

  1. ύφασμα
      ενικός         πληθυντικός  
textile textiles

textile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κλωστοϋφαντουργικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
textile textiles

textile (fr) αρσενικό