υφάντρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υφάντρια < (ελληνιστική κοινή) ὑφάντρια < αρχαία ελληνική ὑφαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυφάντρια θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υφάντρια
Δείτε επίσης : ὑφάντρια |
υφάντρια θηλυκό