• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

υφάντρια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὑφάντρια

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφάντρια οι υφάντριες
      γενική της υφάντριας των υφαντριών
    αιτιατική την υφάντρια τις υφάντριες
     κλητική υφάντρια υφάντριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υφάντρια < (ελληνιστική κοινή) ὑφάντρια < αρχαία ελληνική ὑφαίνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

υφάντρια θηλυκό

  • (επάγγελμα) θηλυκό του υφαντής

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • υφάντρα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    υφάντρια
  • αρχαία ελληνικά : ὑφάντρια
  • αγγλικά : weaver (en)
  • γαλλικά : tisserande (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υφάντρια&oldid=5524557"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:44
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 20:44.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie