υφαίνομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
υφαίνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υφαίνω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαίνομαι | υφαινόμουν(α) | θα υφαίνομαι | να υφαίνομαι | ||
β' ενικ. | υφαίνεσαι | υφαινόσουν(α) | θα υφαίνεσαι | να υφαίνεσαι | (υφαίνου) | |
γ' ενικ. | υφαίνεται | υφαινόταν(ε) | θα υφαίνεται | να υφαίνεται | ||
α' πληθ. | υφαινόμαστε | υφαινόμαστε υφαινόμασταν |
θα υφαινόμαστε | να υφαινόμαστε | ||
β' πληθ. | υφαίνεστε | υφαινόσαστε υφαινόσασταν |
θα υφαίνεστε | να υφαίνεστε | (υφαίνεστε) | |
γ' πληθ. | υφαίνονται | υφαίνονταν υφαινόντουσαν |
θα υφαίνονται | να υφαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υφάνθηκα | θα υφανθώ | να υφανθώ | υφανθεί | ||
β' ενικ. | υφάνθηκες | θα υφανθείς | να υφανθείς | υφάνσου | ||
γ' ενικ. | υφάνθηκε | θα υφανθεί | να υφανθεί | |||
α' πληθ. | υφανθήκαμε | θα υφανθούμε | να υφανθούμε | |||
β' πληθ. | υφανθήκατε | θα υφανθείτε | να υφανθείτε | υφανθείτε | ||
γ' πληθ. | υφάνθηκαν υφανθήκαν(ε) |
θα υφανθούν(ε) | να υφανθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υφανθεί | είχα υφανθεί | θα έχω υφανθεί | να έχω υφανθεί | υφασμένος | |
β' ενικ. | έχεις υφανθεί | είχες υφανθεί | θα έχεις υφανθεί | να έχεις υφανθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υφανθεί | είχε υφανθεί | θα έχει υφανθεί | να έχει υφανθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υφανθεί | είχαμε υφανθεί | θα έχουμε υφανθεί | να έχουμε υφανθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υφανθεί | είχατε υφανθεί | θα έχετε υφανθεί | να έχετε υφανθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υφανθεί | είχαν υφανθεί | θα έχουν υφανθεί | να έχουν υφανθεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υφαίνομαι