ανυφαντάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυφαντάρης < (ελληνιστική κοινή) ἀνυφάντης < αρχαία ελληνική ἀνυφαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανυφαντάρης αρσενικό (θηλυκό: ανυφάντρια & ανυφάντρα)
- αυτός που (επαγγελματικά) υφαίνει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανυφαντάρης
|