Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανυφάντρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανυφάντρι
α
οι
ανυφάντρι
ες
γενική
της
ανυφάντρι
ας
των
ανυφαντρι
ών
αιτιατική
την
ανυφάντρι
α
τις
ανυφάντρι
ες
κλητική
ανυφάντρι
α
ανυφάντρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανυφάντρια
<
ανυφαντής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανυφάντρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
ανυφαντής
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανυφάντρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυφάντρια
→
δείτε
τη λέξη
ανυφάντρια