ανυφάντρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανυφάντρια θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυφάντρια
|
ανυφάντρια θηλυκό
|