Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβαλωματικός η εμβαλωματική το εμβαλωματικό
      γενική του εμβαλωματικού της εμβαλωματικής του εμβαλωματικού
    αιτιατική τον εμβαλωματικό την εμβαλωματική το εμβαλωματικό
     κλητική εμβαλωματικέ εμβαλωματική εμβαλωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβαλωματικοί οι εμβαλωματικές τα εμβαλωματικά
      γενική των εμβαλωματικών των εμβαλωματικών των εμβαλωματικών
    αιτιατική τους εμβαλωματικούς τις εμβαλωματικές τα εμβαλωματικά
     κλητική εμβαλωματικοί εμβαλωματικές εμβαλωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβαλωματικός < (εμβάλωμα), εμβαλωματ- + -ικός < (εν) εμ- + βάλλω → δείτε τη λέξη μπάλωμα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.va.lo.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βα‐λω‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εμβαλωματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία