εμβαλωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱ.va.lo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐βα‐λω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεμβαλωματικός, -ή, -ό
- (λόγιο, μόνο μεταφορικά) πρόχειρη και προσωρινή λύση σε ένα πρόβλημα, σαν να ήταν μπάλωμα
- ⮡ συνήθως στη φράση «εμβαλωματική λύση»
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμβαλωματικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμβαλωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας