σκιρτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκιρτώ < αρχαία ελληνική σκιρτάω / σκιρτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκιρτώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκιρτώ | σκιρτούσα | θα σκιρτώ | να σκιρτώ | σκιρτώντας | |
β' ενικ. | σκιρτείς | σκιρτούσες | θα σκιρτείς | να σκιρτείς | (σκίρτει) | |
γ' ενικ. | σκιρτεί | σκιρτούσε | θα σκιρτεί | να σκιρτεί | ||
α' πληθ. | σκιρτούμε | σκιρτούσαμε | θα σκιρτούμε | να σκιρτούμε | ||
β' πληθ. | σκιρτείτε | σκιρτούσατε | θα σκιρτείτε | να σκιρτείτε | σκιρτείτε | |
γ' πληθ. | σκιρτούν(ε) | σκιρτούσαν(ε) | θα σκιρτούν(ε) | να σκιρτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκίρτησα | θα σκιρτήσω | να σκιρτήσω | σκιρτήσει | ||
β' ενικ. | σκίρτησες | θα σκιρτήσεις | να σκιρτήσεις | σκίρτησε | ||
γ' ενικ. | σκίρτησε | θα σκιρτήσει | να σκιρτήσει | |||
α' πληθ. | σκιρτήσαμε | θα σκιρτήσουμε | να σκιρτήσουμε | |||
β' πληθ. | σκιρτήσατε | θα σκιρτήσετε | να σκιρτήσετε | σκιρτήστε | ||
γ' πληθ. | σκίρτησαν σκιρτήσαν(ε) |
θα σκιρτήσουν(ε) | να σκιρτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκιρτήσει | είχα σκιρτήσει | θα έχω σκιρτήσει | να έχω σκιρτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκιρτήσει | είχες σκιρτήσει | θα έχεις σκιρτήσει | να έχεις σκιρτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκιρτήσει | είχε σκιρτήσει | θα έχει σκιρτήσει | να έχει σκιρτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιρτήσει | είχαμε σκιρτήσει | θα έχουμε σκιρτήσει | να έχουμε σκιρτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκιρτήσει | είχατε σκιρτήσει | θα έχετε σκιρτήσει | να έχετε σκιρτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιρτήσει | είχαν σκιρτήσει | θα έχουν σκιρτήσει | να έχουν σκιρτήσει |
|