Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκέρτσο τα σκέρτσα
      γενική του σκέρτσου των σκέρτσων
    αιτιατική το σκέρτσο τα σκέρτσα
     κλητική σκέρτσο σκέρτσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκέρτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scherzo < scherzare ‎< λομβαρδικά *skerzan < πρωτογερμανική *skirtaną (πηδώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsceɾ.t͡so/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκέρτσο ουδέτερο

  1. νάζι, κίνηση ή τρόπος συμπεριφοράς που γίνεται για να προκαλέσει το ενδιαφέρον
  2. (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης με ζωηρό και εύθυμο χαρακτήρα
  3. (ειδικότερα) τμήμα μεγαλύτερης μουσικής σύνθεσης που διαφέρει από τα υπόλοιπα και έχει ζωηρό και εύθυμο χαρακτήρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία