σκερτσόζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκερτσόζικος < σκερτσόζ(ος) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sceɾˈt͡so.zi.kos/
Επίθετο
επεξεργασίασκερτσόζικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- σκερτσόζικα
- → δείτε τη λέξη σκέρτσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκερτσόζικος
|