αναρροώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρροώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίααναρροώ
- αναβρύζω
- ※ Όλη η χαρά της χτεσινής νύχτας αναρροούσε από τα σωθικά (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1946)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρροώ
|