Δείτε επίσης: ἔβγα, ΕΒΓΑ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.vɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐βγα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
έβγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔβγα, ουσιαστικοποιημένη προστακτική του βγαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έβγα ουδέτερο άκλιτο

  1. (προφορικό, λαϊκότροπο) η έξοδος
    ⮡  Δείχνουμε το εισιτήριο στο έμπα και στο έβγα για έλεγχο.
  2. το τέλος μιας χρονικής περιόδου, ή μιας εποχής
    ⮡  στο έβγα του καλοκαιριού (στα τέλη το καλοκαιριού)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
έβγα: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

έβγα (πληθυντικός: εβγάτε, βγάτε)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία