Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έβγα < βγαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έβγα ουδέτερο άκλιτο

  1. η έξοδος
  2. το τέλος μιας χρονικής περιόδου, ή μιας εποχής

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έβγα και βγες

  1. βγαίνω, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του αόριστου της προστακτικής

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία