έβγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.vɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐βγα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- έβγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔβγα, ουσιαστικοποιημένη προστακτική του βγαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέβγα ουδέτερο άκλιτο
- (προφορικό, λαϊκότροπο) η έξοδος
- ⮡ Δείχνουμε το εισιτήριο στο έμπα και στο έβγα για έλεγχο.
- το τέλος μιας χρονικής περιόδου, ή μιας εποχής
- ⮡ στο έβγα του καλοκαιριού (στα τέλη το καλοκαιριού)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- έβγα: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαέβγα (πληθυντικός: εβγάτε, βγάτε)
- (λαϊκότροπο) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου του βγαίνω
- ⮡ Έβγα έξω, ρε, αν σου κοτάει!
- άλλες μορφές: βγες (πληθυντικός: βγείτε)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- έβγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έβγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)