έβγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έβγα < βγαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
έβγα ουδέτερο άκλιτο
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
έβγα και βγες
- βγαίνω, στο δεύτερο ενικό πρόσωπο του αόριστου της προστακτικής
έβγα ουδέτερο άκλιτο
έβγα και βγες