έμπα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έμπα < προστακτική του ρήματος μπαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έμπα ουδέτερο άκλιτο
- το σημείο του χώρου από το οποίο μπορεί κάποιος να μπει κάπου μέσα
- στο έμπα του σπιτιού
- η χρονική στιγμή που μπαίνει κάποιος μέσα
- η αρχή
- με το έμπα του καινούριου χρόνου
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
έμπα