ἀποφεύγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀποφεύγω | |
Παρατατικός | ἀπέφευγον | |
Μέλλοντας | ἀποφεύξομαι, -οῦμαι | |
Αόριστος | ἀπέφυγον | |
Παρακείμενος | ἀποπέφευγα | |
Υπερσυντέλικος | ἀπεπεφεύγ__ν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀποφεύγω
- αποφεύγω, διαφεύγω από
- (νομικός όρος) απαλλάσσομαι από ένα άτομο
- αθωώνομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἀποφεύγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποφεύγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.