Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φευγατίζω < φευγάτ- + -ίζω < φευγάτος < φεύγω

  Ρήμα επεξεργασία

φευγατίζω

  1. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει
  2. τον έψαχνε η γυναίκα του στο καφενείο και τον φευγάτισαν από την πίσω πόρτα
  3. εξαφανίζω κάτι, το απομακρύνω
    Φευγάτισέ το προτού μπουκάρει η αστυνομία

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία