φευγάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φευγάτος | η | φευγάτη | το | φευγάτο |
γενική | του | φευγάτου | της | φευγάτης | του | φευγάτου |
αιτιατική | τον | φευγάτο | τη | φευγάτη | το | φευγάτο |
κλητική | φευγάτε | φευγάτη | φευγάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φευγάτοι | οι | φευγάτες | τα | φευγάτα |
γενική | των | φευγάτων | των | φευγάτων | των | φευγάτων |
αιτιατική | τους | φευγάτους | τις | φευγάτες | τα | φευγάτα |
κλητική | φευγάτοι | φευγάτες | φευγάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφευγάτος, -η, -ο
- που έχει χαθεί, εξαφανιστεί
- (προφορικό) που είναι ιδιόρρυθμος, περίεργος, τρελούτσικος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φεύγω