Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φευγάτος η φευγάτη το φευγάτο
      γενική του φευγάτου της φευγάτης του φευγάτου
    αιτιατική τον φευγάτο τη φευγάτη το φευγάτο
     κλητική φευγάτε φευγάτη φευγάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φευγάτοι οι φευγάτες τα φευγάτα
      γενική των φευγάτων των φευγάτων των φευγάτων
    αιτιατική τους φευγάτους τις φευγάτες τα φευγάτα
     κλητική φευγάτοι φευγάτες φευγάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φευγάτος < φεύγ(ω) + -άτος

  Επίθετο επεξεργασία

φευγάτος, -η, -ο

  1. που έχει χαθεί, εξαφανιστεί
    Δεν τον βρήκαν. Ήταν ήδη φευγάτος (είχε φύγει, είχε γίνει άφαντος)
     συνώνυμα: ξέκουμα (ιδιωματικό)
  2. (προφορικό) που είναι ιδιόρρυθμος, περίεργος, τρελούτσικος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία