Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυγόποινος οι φυγόποινοι
      γενική του φυγόποινου
φυγοποίνου
των φυγόποινων
φυγοποίνων
    αιτιατική τον φυγόποινο τους φυγόποινους
φυγοποίνους
     κλητική φυγόποινε φυγόποινοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγόποινος < φεύγω + ποινή (σχηματίστηκε κατά το φυγόπονος)

  Επίθετο επεξεργασία

φυγόποινος, η, ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία