Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φθοριούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φθοριούχ
ος
η
φθοριούχ
α
το
φθοριούχ
ο
γενική
του
φθοριούχ
ου
της
φθοριούχ
ας
του
φθοριούχ
ου
αιτιατική
τον
φθοριούχ
ο
τη
φθοριούχ
α
το
φθοριούχ
ο
κλητική
φθοριούχ
ε
φθοριούχ
α
φθοριούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φθοριούχ
οι
οι
φθοριούχ
ες
τα
φθοριούχ
α
γενική
των
φθοριούχ
ων
των
φθοριούχ
ων
των
φθοριούχ
ων
αιτιατική
τους
φθοριούχ
ους
τις
φθοριούχ
ες
τα
φθοριούχ
α
κλητική
φθοριούχ
οι
φθοριούχ
ες
φθοριούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φθοριούχος
<
φθόριο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
φθοριούχος
(
χημεία
)
χημική ένωση
ή
μίγμα
που περιέχει
φθόριο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
φθόριο
και
έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φθοριούχος