Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθοριούχος η φθοριούχα το φθοριούχο
      γενική του φθοριούχου της φθοριούχας του φθοριούχου
    αιτιατική τον φθοριούχο τη φθοριούχα το φθοριούχο
     κλητική φθοριούχε φθοριούχα φθοριούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθοριούχοι οι φθοριούχες τα φθοριούχα
      γενική των φθοριούχων των φθοριούχων των φθοριούχων
    αιτιατική τους φθοριούχους τις φθοριούχες τα φθοριούχα
     κλητική φθοριούχοι φθοριούχες φθοριούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθοριούχος < φθόριο + -ούχος

  Επίθετο επεξεργασία

φθοριούχος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία