φθορίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φθορίτης | οι | φθορίτες |
γενική | του | φθορίτη | των | φθοριτών |
αιτιατική | τον | φθορίτη | τους | φθορίτες |
κλητική | φθορίτη | φθορίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθορίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φθορίτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φθορίτης
|