↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοφωταύγεια οι βιοφωταύγειες
      γενική της βιοφωταύγειας των βιοφωταυγειών
    αιτιατική τη βιοφωταύγεια τις βιοφωταύγειες
     κλητική βιοφωταύγεια βιοφωταύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοφωταύγεια < βιο- + φωταύγεια, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioluminescence)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοφωταύγεια θηλυκό

  • (βιολογία, χημεία) φωταύγεια ζωντανών οργανισμών, που προκαλείται από εσωτερική βιοχημική αντίδραση
    ※  Αυτό που κάνει τα νερά να φωσφορίζουν τόσο υπερφυσικά είναι απλά φύκια και θαλάσσιοι μικροοργανισμοί. Το φυσικό αυτό φαινόμενο , η βιοφωταύγεια προκαλείται από έμβιους οργανισμούς με τη βοήθεια μιας χημικής αντίδρασης, καθώς αιτία της φωτοβολίας αυτής των ζωντανών οργανισμών είναι η οξείδωση της πρωτεΐνης λουκιφερίνης. Αυτή η βιοχημική αντίδραση απαιτεί τριφωσφάτη αδενοσίνη (ΑΤP), που καταλύεται από τη λουκιφεράση. Στα φύκια, όταν το νερό γίνει πιο όξινο ή όταν τα κύματα επηρεάσουν την κυτταρική μεμβράνη τους προκαλείται μια σειρά χημικών αντιδράσεων οι οποίες τελικά οδηγούν τους οργανισμούς αυτούς να φωσφορίζουν.
    Βιοφωταύγεια: Η “λάμψη” των ωκεανών από μοναδικές δορυφορικές λήψεις, 12-11-2021, @news247.gr, συντάκτης: Θοδωρής Κολυδάς, ημερομηνία ανάκτησης: 05-04-2024.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • βιοφωταύγειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)