↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διακαμός οι διακαμοί
      γενική του διακαμού των διακαμών
    αιτιατική τον διακαμό τους διακαμούς
     κλητική διακαμέ διακαμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακαμός < διακαίω + -μός < αρχαία ελληνική διακαίω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακαμός αρσενικό

  1. (παρωχημένο) λάμψη που βγαίνει από τη θάλασσα και οφείλεται σε κοπάδια ψαριών ή στη βιοφωταύγεια του πλαγκτού
  2. (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) ο ίσκιος, η σιλουέτα, το περίγραμμα μιας μορφής
    • Ἀλλ' ὅμως, ἡ στιγμή ἐκείνη, πού εἶχα πατήσει εἰς τήν κορυφήν τοῦ βράχου, ἤρκεσεν. Ἡ νεαρά κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τήν φωνήν τῆς κατσίκας —μᾶλλον φαίνεται ὅτι τήν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τήν κεφαλήν πρός τό μέρος τῆς ξηρᾶς...— εἶδε τόν μαῦρον ἴσκιον μου, τόν διακαμόν μου, ἐπάνω εἰς τόν βράχον, ἀνάμεσα εἰς τούς θάμνους, καί ἀφῆκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα)
    • Ο άρρωστος ήταν πάντα εκεί, πίσω από το τζάμι του. Ο διακαμός του ξεχώριζε ακίνητος μέσα στην κόκκινην αντιφεγγιά. Η φωτιά είχε προχωρέσει μέσα στο δωμάτιο, βλέπαμε πια τις φλόγες που άπλωναν την πύρινη αυλαία τους στο βάθος. (Στράτης Μυριβήλης, Το λουλούδι της φωτιάς, Το κόκκινο βιβλίο)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη καίω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία