τριφωσφορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τριφωσφορικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική triphosphoric[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική triphosphorique[1] < αρχαία ελληνική τρία + φάος + φέρω
Επίθετο
επεξεργασία
τριφωσφορικός, -ή, -ό
- (βιοχημεία) που αναφέρεται σε χημική ένωση ή ανιόν που περιέχει τρεις ομάδες φωσφορικών ιόντων (PO₄³⁻) συνδεδεμένες μεταξύ τους μέσω οξυγόνου και συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ενώσεις όπως το τριφωσφορικό οξύ ή τα άλατά του, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο σε βιολογικές διεργασίες, όπως η αποθήκευση και η μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα [τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP)]
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριφωσφορικός
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 τριφωσφορικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)