↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριφωσφορικός η τριφωσφορική το τριφωσφορικό
      γενική του τριφωσφορικού της τριφωσφορικής του τριφωσφορικού
    αιτιατική τον τριφωσφορικό την τριφωσφορική το τριφωσφορικό
     κλητική τριφωσφορικέ τριφωσφορική τριφωσφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριφωσφορικοί οι τριφωσφορικές τα τριφωσφορικά
      γενική των τριφωσφορικών των τριφωσφορικών των τριφωσφορικών
    αιτιατική τους τριφωσφορικούς τις τριφωσφορικές τα τριφωσφορικά
     κλητική τριφωσφορικοί τριφωσφορικές τριφωσφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριφωσφορικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική triphosphoric[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική triphosphorique[1] < αρχαία ελληνική τρία + φάος + φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

τριφωσφορικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 τριφωσφορικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)