διφωσφορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διφωσφορικός < δι- + φωσφορικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική diphosphate)
Επίθετο
επεξεργασίαδιφωσφορικός, -ή, -ό
- (βιοχημεία) που αναφέρεται σε χημική ένωση ή ανιόν που περιέχει δύο ομάδες φωσφορικών ιόντων (PO₄³⁻) συνδεδεμένες μεταξύ τους μέσω οξυγόνου και χρησιμοποιείται σε πολλές βιολογικές και χημικές διεργασίες, όπως η ενεργειακή μεταφορά στα κύτταρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διφωσφορικός