↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διφωσφορικός η διφωσφορική το διφωσφορικό
      γενική του διφωσφορικού της διφωσφορικής του διφωσφορικού
    αιτιατική τον διφωσφορικό τη διφωσφορική το διφωσφορικό
     κλητική διφωσφορικέ διφωσφορική διφωσφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διφωσφορικοί οι διφωσφορικές τα διφωσφορικά
      γενική των διφωσφορικών των διφωσφορικών των διφωσφορικών
    αιτιατική τους διφωσφορικούς τις διφωσφορικές τα διφωσφορικά
     κλητική διφωσφορικοί διφωσφορικές διφωσφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διφωσφορικός < δι- + φωσφορικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική diphosphate)

  Επίθετο

επεξεργασία

διφωσφορικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία