φωσφορίζων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφορίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα φωσφορίζω
Επίθετο επεξεργασία
φωσφορίζων, -ουσα, -ον
- που φωσφορίζει
- φωσφορίζον υλικό
- φωσφορίζοντα χρώματα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφορίζων