Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφορίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα φωσφορίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

φωσφορίζων, -ουσα, -ον

φωσφορίζον υλικό
φωσφορίζοντα χρώματα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία