Ετυμολογία

επεξεργασία
fluorescent < fluor- (→ δείτε και τη λέξη fluoro-) + -escent.[1] (μαρτυρείται από το 1853)[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flɔːˈres.ənt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: flu‐o‐res‐​cent

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fluorescent
συγκριτικός more fluorescent
υπερθετικός most fluorescent

fluorescent (en)

  1. φθορίζων, φωσφορίζων
    ※  I be the silhouette of a sunset
    Smoke a cigarette while I compress my depression
    Stare(sic) into the violent fluorescent lights makes me violent
    I'm trying to get the highest I can get before I overdose and die

    τραγούδι των $uicideboy$, Kill Yourself (Part III)
  2. (για χρώματα) έντονος, φωτεινός, ζωηρός
     συνώνυμα: bright

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 fluorescent - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. fluorescent - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fluorescent fluorescents
θηλυκό fluorescente fluorescentes

  Επίθετο

επεξεργασία

fluorescent (fr)

  1. φωσφορίζων