φωσφοριζέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφοριζέ < γαλλικό phosphorisé
Επίθετο επεξεργασία
φωσφοριζέ άκλιτο
- που φωσφορίζει
- ※ Από την άλλη μεριά πλησιάζει αποφασιστικά ένας νεαρός άντρας, ντυμένος με ένα φωσφοριζέ κίτρινο αδιάβροχο σαν αυτά που φοράνε οι αστυνομικοί της Τροχαίας (Δημήτρης Οικονόμου, Οι εγκλωβισμένοι', 2015 [1])
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφοριζέ
|