↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανοφωσφορικός η οργανοφωσφορική το οργανοφωσφορικό
      γενική του οργανοφωσφορικού της οργανοφωσφορικής του οργανοφωσφορικού
    αιτιατική τον οργανοφωσφορικό την οργανοφωσφορική το οργανοφωσφορικό
     κλητική οργανοφωσφορικέ οργανοφωσφορική οργανοφωσφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανοφωσφορικοί οι οργανοφωσφορικές τα οργανοφωσφορικά
      γενική των οργανοφωσφορικών των οργανοφωσφορικών των οργανοφωσφορικών
    αιτιατική τους οργανοφωσφορικούς τις οργανοφωσφορικές τα οργανοφωσφορικά
     κλητική οργανοφωσφορικοί οργανοφωσφορικές οργανοφωσφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οργανοφωσφορικός < οργανικός + -ο- + φωσφορικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική organophosphorous[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική organophosphoré[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

οργανοφωσφορικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 οργανοφωσφορικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)