πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροτοξικός η νευροτοξική το νευροτοξικό
      γενική του νευροτοξικού της νευροτοξικής του νευροτοξικού
    αιτιατική τον νευροτοξικό τη νευροτοξική το νευροτοξικό
     κλητική νευροτοξικέ νευροτοξική νευροτοξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροτοξικοί οι νευροτοξικές τα νευροτοξικά
      γενική των νευροτοξικών των νευροτοξικών των νευροτοξικών
    αιτιατική τους νευροτοξικούς τις νευροτοξικές τα νευροτοξικά
     κλητική νευροτοξικοί νευροτοξικές νευροτοξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.vro.to.ksiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευροτοξικός

νευροτοξικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 νευροτοξικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)