νευροτοξικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νευροτοξικότητα < νευροτοξικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurotoxicity[1] ή γαλλική neurotoxicité[1])
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ne.vro.to.ksiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νευ‐ρο‐το‐ξι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νευροτοξικότητα θηλυκό
- (ιατρική, βιοχημεία) το σύνολο των παρενεργειών από την επίδραση νευροτοξινών σε οργανισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νευροτοξίνη, νεύρο, τοξίνη και τόξο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νευροτοξικότητα
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 νευροτοξικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)