Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φωσφορούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φωσφορούχ
ος
η
φωσφορούχ
α
το
φωσφορούχ
ο
γενική
του
φωσφορούχ
ου
της
φωσφορούχ
ας
του
φωσφορούχ
ου
αιτιατική
τον
φωσφορούχ
ο
τη
φωσφορούχ
α
το
φωσφορούχ
ο
κλητική
φωσφορούχ
ε
φωσφορούχ
α
φωσφορούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φωσφορούχ
οι
οι
φωσφορούχ
ες
τα
φωσφορούχ
α
γενική
των
φωσφορούχ
ων
των
φωσφορούχ
ων
των
φωσφορούχ
ων
αιτιατική
τους
φωσφορούχ
ους
τις
φωσφορούχ
ες
τα
φωσφορούχ
α
κλητική
φωσφορούχ
οι
φωσφορούχ
ες
φωσφορούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φωσφορούχος
<
φωσφόρος
+ (-ούχος) ( <
έχω
)
Επίθετο
επεξεργασία
φωσφορούχος, α, ο
(το θηλυκό, και φωσφορούχος)
ουσία που περιέχει
φωσφόρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φωσφορούχος
αγγλικά
:
phosphorian
(en)