↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωσφορούχος η φωσφορούχα το φωσφορούχο
      γενική του φωσφορούχου της φωσφορούχας του φωσφορούχου
    αιτιατική τον φωσφορούχο τη φωσφορούχα το φωσφορούχο
     κλητική φωσφορούχε φωσφορούχα φωσφορούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωσφορούχοι οι φωσφορούχες τα φωσφορούχα
      γενική των φωσφορούχων των φωσφορούχων των φωσφορούχων
    αιτιατική τους φωσφορούχους τις φωσφορούχες τα φωσφορούχα
     κλητική φωσφορούχοι φωσφορούχες φωσφορούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφορούχος < φωσφόρος + (-ούχος) ( < έχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

φωσφορούχος, α, ο (το θηλυκό, και φωσφορούχος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία