φωταγωγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωταγωγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωταγωγός (αυτός που φωτίζει) από την έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς» (παράθυρο). Συγχρονικά αναλύεται σε φωτ- + -αγωγός. Δείτε και το αρχαίο ρήμα ἄγω[1][2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.ta.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τα‐γω‐γός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωταγωγός αρσενικό
- ο σχετικά μικρός σε διαστάσεις, εσωτερικός κενός χώρος πολυκατοικίας που θεωρητικά χρησιμεύει για να παρέχει φωτισμό σε εσωτερικούς χώρους διαμερισμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φωταγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φωταγωγός < (φῶς) φωτ- + -αγωγός (ἀγωγός). Το ουσιαστικό, από την έκφραση «ἡ φωταγωγός θυρίς»
Επίθετο επεξεργασία
φωταγωγός, -ός, -όν
- που φέρνει φως
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωταγωγός θηλυκό
- φεγγίτης, παράθυρο
Πηγές επεξεργασία
- φωταγωγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωταγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.