ενικός         πληθυντικός  
lumière lumières

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lumière < λατινική luminaria (δαυλός) < lumen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ly.miɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lumière (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία