luminescence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˌluːmɪˈnesns/
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
luminescence | luminescences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαluminescence (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- luminescence στη γαλλική Βικιπαίδεια