lumen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lumen < λατινική lumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *léwksmn̥ < *lewk- (λευκός, λαμπρός, φωτεινός). Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Γάλλο μηχανικό και φυσικό André Blondel στα 1894.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlumen (en)