φεγγίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φεγγίτης | οι | φεγγίτες |
γενική | του | φεγγίτη | των | φεγγιτών |
αιτιατική | τον | φεγγίτη | τους | φεγγίτες |
κλητική | φεγγίτη | φεγγίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φεγγίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφεγγίτης αρσενικό
- μικρό παράθυρο χώρου (μπορεί να βρίσκεται ψηλά ή να χρησιμεύει παράλληλα για εξαερισμό)
- ※ Το φως απ' τους στενούς φεγγίτες ήταν λιγοστό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- μικρό παραλληλόγραμμο ή ημικυκλικό παράθυρο πάνω από πόρτα ή άλλο παράθυρο
- μαρμάρινη πλάκα με οπές σε διακοσμητικά σχήματα που φράζει ένα παραλληλόγραμμο ή ημικυκλικό κενό πάνω από το ανώφλι της πόρτας ή παράθυρου