Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
φως
,
φῶς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φώς
<
φάος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φώς
αρσενικό
,
γεν.
φωτός
,
πληθ.
φῶτες
άντρας
,
θνητός
σύμβαλον ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι δεινὸν ἀΰσαντες· μέγα δ' ἔβραχε τεύχεα
φωτῶν
.
(Ομήρου Ιλιάδα,
Π565-6
)
εἰς τὸν νεκρὸν ὁλόγυρα στὴν μάχην ἐπιασθῆκαν μὲ ἀλαλαγμόν˙ καὶ τ’ ἄρματα
τῶν μαχητῶν
βροντοῦσαν. (μετάφραση
Πολυλά
)