φώς αρσενικό, γεν. φωτός, πληθ. φῶτες
- άντρας, θνητός
- σύμβαλον ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι δεινὸν ἀΰσαντες· μέγα δ' ἔβραχε τεύχεα φωτῶν. (Ομήρου Ιλιάδα, Π565-6)
- εἰς τὸν νεκρὸν ὁλόγυρα στὴν μάχην ἐπιασθῆκαν μὲ ἀλαλαγμόν˙ καὶ τ’ ἄρματα τῶν μαχητῶν βροντοῦσαν. (μετάφραση Πολυλά)