αναπτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναπτήρας < ανάβω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναπτήρας αρσενικό
- συσκευή που επιτρέπει το άναμμα φωτιάς και χρησιμοποιείται κυρίως από καπνιστές
- Χρειάζομαι φωτιά. Έχεις αναπτήρα;