↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναπτήρας οι αναπτήρες
      γενική του αναπτήρα των αναπτήρων
    αιτιατική τον αναπτήρα τους αναπτήρες
     κλητική αναπτήρα αναπτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπτήρας < ανάβω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπτήρας αρσενικό

  • συσκευή που επιτρέπει το άναμμα φωτιάς και χρησιμοποιείται κυρίως από καπνιστές
    Χρειάζομαι φωτιά. Έχεις αναπτήρα;

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία