• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

çakmak

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αλβανικά (sq)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Τουρκικά (tr)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό

Αλβανικά (sq)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
çakmak < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاقماق (çakmak) (τουρκική çakmak)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

çakmak (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: çakmaku)

  • αναπτήρας, τσακμάκι



Τουρκικά (tr)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
çakmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چاقماق (çakmak)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

çakmak (tr)

  • ο αναπτήρας, το τσακμάκι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=çakmak&oldid=4995667"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Φεβρουαρίου 2021, στις 07:06

Γλώσσες

    • Deutsch
    • Zazaki
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • ລາວ
    • Malagasy
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Shqip
    • Tok Pisin
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • ייִדיש
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Φεβρουαρίου 2021, στις 07:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας