çakmak
Αλβανικά (sq)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- çakmak < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاقماق (çakmak) (τουρκική çakmak)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Τουρκικά (tr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- çakmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چاقماق (çakmak)