brand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brand | brands |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbrand (en)
- η μάρκα, ένα είδος προϊόντος, υπηρεσίας κτλ. που παράγεται ή προσφέρεται από μια συγκεκριμένη εταιρεία με ένα συγκεκριμένο όνομα
- ⮡ a brand of cigarettes/cosmetics - μάρκα τσιγάρων/καλλυντικών
- ⮡ We have all brands of soap.
- Έχουμε όλες τις μάρκες σαπούνια.
- ⮡ He changed the brand of the t-shirt and sold it more expensively.
- Άλλαξε τη μάρκα από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- brand στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- brand - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 524-525. ISBN 9780194325684., λήμμα: μάρκα
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrand (sv)