Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτίτσα οι φωτίτσες
      γενική της φωτίτσας
    αιτιατική τη φωτίτσα τις φωτίτσες
     κλητική φωτίτσα φωτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτίτσα < υποκοριστικό του φωτιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία